- μαγνητιστής
- ο1. αυτός που μαγνητίζει, που μεταδίδει τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε άλλο σώμα2. υπνωτιστής3. αυτός που θέλγει, που γοητεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. magnetiseur. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.